ζοχαδιάζω

ζοχαδιάζω
-ιασα, -ιάστηκα, ζοχαδιασμένος, -η, -ο
1. μτβ., εκνευρίζω κάποιον, τον νευριάζω, τον ανάβω.
2. αμτβ., νευριάζω, έχω τα νεύρα μου, είμαι στις κακές μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζοχαδιάζω — ζοχαδιάζω, ζοχάδιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”